- ἀδιώμοτος
- ἀδιώμοτος, ον,A not feeling bound by an oath, Procop.Arc.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αδιώμοτος — ἀδιώμοτος, ον (Μ) [διόμνυμι] αυτός που δεν αισθάνεται δεσμευμένος με όρκο … Dictionary of Greek